τοιχαρχία

τοιχαρχία
η, Ν
ναυτ. υποδιαίρεση τού πληρώματος ενός πλοίου, χρονολογούμενη από την εποχή τών ιστιοφόρων στόλων, ισοδύναμη με το μισό τού πληρώματος, για την εκ περιτροπής εκτέλεση υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομότοιχος — η, ο (Α ὁμότοιχος, ον) 1. αυτός που χωρίζεται από άλλον με μεσοτοιχία, με κοινό τοίχο, γειτονικός 2. (για κτήρια) αυτός που βρίσκεται παραπλεύρως, ο συνεχόμενος νεοελλ. φρ. «ομότοιχος ναύτης» ναύτης που ανήκει στην ίδια τοιχαρχία με άλλον ναύτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”