- τοιχαρχία
- η, Νναυτ. υποδιαίρεση τού πληρώματος ενός πλοίου, χρονολογούμενη από την εποχή τών ιστιοφόρων στόλων, ισοδύναμη με το μισό τού πληρώματος, για την εκ περιτροπής εκτέλεση υπηρεσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.